- θεήμων
- θεήμων, ονος, ὁ, ἡ, [dialect] Ion. for θεάμων, APl.5.365.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεήμων — θεήμων, ὁ, ἡ (Α) ιων. τ. τού θεάμων* … Dictionary of Greek
θεάμων — θεάμων, ό, ή (AM, Α ιων. τ. θεήμων) [θεώμαι] θεατής … Dictionary of Greek
θεημοσύνη — θεημοσύνη, ἡ (Α) [θεήμων] 1. θέαση, παρατήρηση 2. υποκείμενο σκέψης, πρόβλημα … Dictionary of Greek
θεήμονας — θεάμων spectator masc/fem acc pl θεήμων spectator masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)